- ἥσσονες
- ἥσσωνinferiormasc/fem nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
Κορνέιγ, Τομά — (Thomas Corneille, Ρουέν 1625 – Λε Αντελί 1709). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Νεότερος αδελφός του Πιερ Κορνέιγ (βλ. λ.), έζησε πάντα στη σκιά του. Εργάστηκε αρχικά ως δικηγόρος στη Ρουέν, αλλά εγκατέλειψε το επάγγελμά του για να συναντήσει τον… … Dictionary of Greek